«Ο χειμώνας είναι για φαί και ζέστη. Δεν είναι για φτωχούς», έλεγε και ξανάλεγε ένας αυθεντικός φίλος.
Τώρα που κοιτώ τη φωτιά, έτσι χορτάτος, απομεσήμερο, με το κρύο να μπαινοβγαίνει στα πνεμόνια μου την βλέπω σαν μόνιτορ, μια μεγάλη τηλεόραση.
Με κρατά. Δίνει και παίρνει συναίσθημα. Φλόγες χορεύτριες, αλλάζουν τα σχήματα των κουρασμένων ξύλων που πασχίζουν να μετασχηματιστούν, να αλλάξουν, δίνοντας σε μένα το πολυτιμότερο τους, την θέρμη τους.
Χρώματα που κάνουν και την ψυχή να γίνεται ροδοκόκκινη, και ήχοι που γαληνεύουν ακόμη και την ηχώ της μοναξιά.
Παράξενο που γίνεται σαν αλλάζουμε, καιγόμαστε και ψάχνουμε το όριο.
Μια βόλτα να πείς, με τα μάτια, και έρχεσαι στα ίσα σου.
Πού να αγαπήσεις και το ξύλο που σε ζεσταίνει, εκείνο που σε περιμένει υπομονετικά να πελεκήσεις και να το απογιώσεις με μια σπίθα.
Αφήσαμε στους πίσω καιρούς συνήθειες π ου έβγαζαν στα ρούχα μας ιδρώτα, κούραζαν.
Το άγριο σταμναγκάθι ούτε που το γνωρίζω και χώμα σαν αγγίζω ψάχνω τα γάντια μου, λέει ψιθυριστά, εγώ, πάλι, κοιτώ και πνίγομαι στα μάτια της.
Ό,τι θέλεις αναζητάς, φτάνει νάναι δικά σου τα θέλω.
Η αναμένη τηλεόραση πασχίζει να με πείσει, μου πουλά χρόνια τώρα φίκια για μεταξωτές κορδέλες.
Χρωματιστή, μα δίχως ίχνος χρώματος. Νεκρή από φύση, πουλά μόνο τα ζωντανά της. Κουράζει τα μάτια που σχεδόν τα πλανεύει, τα ρουφά και τα μεταμορφώνει σε μικρούς τυρράνους, έτσι μου βάζει κανόνες σε ένα παιγνίδι που δεν ήταν ποτέ δικό μου.
Μα ένα μικρό πίξελ, ενα μικρό κόμμάτι της είμαι και εγώ, έχω την ευθύνη για το φως, το χρώμα και την ένταση που εκπέμπω.
Δεν την κλείνω, δεν αφήνω στον άνεμο το τηλεοπτικό σήμα, βορά στα άγρια σκυλιά των πληγωμένων εγωισμών και των ανίκανων πόθων.
Το τραγούδι της φωτιάς, η φωνή της θάλασσας δίνουν και πάλι το τέμπο τους. Ακολουθώ εκείνη την σειρήνα που παρασύρει στο παρόν τον χωροχρόνο μου. Γίνομαι ένα με το τώρα.
Το απλό πνίγεται στη δυσλεξία, σπάω τους κόθρονες των αγαλμάτων, πορεύομαι για ένα πιο γόνιμο κόσμο.
Ούτε θεούς μα ούτε και δαίμονες περιμένω να συναντήσω, κανονικούς ανθρώπους , που ξαφνικά γίναμε όλοι.
Μέσα στο μάτι του κυκλώνα δεν έχει αέρα.
Χαμηλώσαμε λιγάκι και πιάσαμε, νιώσαμε κι άλλα χέρια, ίσως περισσότερο παγωμένα ή τα δικά μας είναι κόκκαλο;
Έκανα μια γύρα στα μαγαζιά με ξυλόσομπες και έχουν ξεπουλήσει. Λές να δούμε να γεμίζει ο τόπος καμινάδες και να ξηλώνουν τις κεραίες; Μπα, όλο και κάποιος προφήτης θα φτιάξει μαγικά ελιξήρια δια πάσα νόσο και πάσαν μαλακίαν..
Ωστόσο σκέφτομαι, τώρα που τελειώσαμε με τις ψευδαισθήσεις, μήπως μπορούμε να ονειρευόμαστε πάλι παρέα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου